Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Γιάννης Ευσταθιάδης - συνέντευξη

Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό,
 
 
Πολυπράγμων και πάντα εύστοχος με ό,τι κι αν καταπιάνεται: Ποίηση, πεζά, χρονογραφήματα, δοκίμια, γαστρονομικά κείμενα και κείμενα για παιδιά, βρίσκονται στη φαρέτρα του κυρίου Γιάννη Ευσταθιάδη. 

Στο τελευταίο σας βιβλίο έχετε ως κεντρικό θέμα τον Καθρέφτη και αναπτύσσετε μικρές ιστορίες γύρω από αυτόν. Μιλήστε μου για το πώς συγκεντρώσατε όλες αυτές τις εικόνες;
Δεν πρόκειται για έργο εκ προμελέτης. Εννοώ ότι στην Πορσελάνη, φέρ’ ειπείν, πρώτα σκέφθηκα τη γενική ιδέα, τον άξονα, και μετά άρχισα να γράφω τα κείμενα. Στην περίπτωση του Καθρέφτη έγραψα ένα διήγημα, το «Εσπερινοί αντικατοπτρισμοί», και πολύ αργότερα αποφάσισα να πολλαπλασιάσω τα κάτοπτρα εν σειρά, όπως κάνει και ο ήρωάς μου σ’ αυτό το διήγημα.
Άρχισα να πολλαπλασιάζω τους καθρέφτες μου, με πρόθεση να έχω μεν ενιαία ατμόσφαιρα και ύφος, αλλά μεγάλη ποικιλία δομής και μορφής.
Όπως οι καθρέφτες έχουν ποικιλία σχήματος (μικροί, μεγάλοι, ολόσωμοι, στρογγυλοί, λιτοί, βενετσιάνικοι κ.λπ.), έτσι θέλησα να είναι και τα κείμενά μου, γι’ αυτό και στα αμιγώς μυθοπλαστικά διηγήματα έχω ενσωματώσει ιντερμέδια, μονολόγους, παράξενα ενσταντανέ ή σκηνές χωρίς δράση.
Πάντως, πρέπει να σημειώσω πως ο Καθρέφτης ανέκαθεν ασκούσε πάνω μου μαγική επιρροή (όπως σε όλους μας, υποθέτω) και εμφανίζεται συχνά και στην ποίησή μου. Μάλιστα, ένα από τα τελευταία ποιήματα που έγραψα στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (γιατί έκτοτε δεν γράφω ποίηση), ονομάζεται Αυτοπροσωπογραφία και αρχίζει έτσι:
Σε κοιτώ στον καθρέφτη / συγκάτοικος της σκιάς σου / σ’ έμαθα καλά / παρατηρώ τις ρυτίδες σου / θυμίζουν τις δικές μου / γιατί χαμηλώνεις το βλέμμα; / ποια χαρά σε βαραίνει / και μ’ αποστρέφεσαι; / αξύριστος έτσι / σχεδόν μου μοιάζεις / χαμογελάς όπως εγώ / πριν χρόνια / που δεν ήρθαν / γιατί δε μου μιλάς; / δεν έμαθες παρά διαλόγους / της σιωπής / εξ αγχιστείας μόνος.

Τα κείμενά σας, είναι μικρές ιστορίες που αποτυπώνουν συνήθως ένα στιγμιότυπο από τη ζωή ενός ανθρώπου. Τι είναι αυτό που σας κάνει να διαλέγετε αυτή τη φόρμα γραφής;
Συνήθως ένας συγγραφέας θυμάται ή επινοεί. Πιστεύω πως τα καταφέρνω καλύτερα στο πρώτο. Οι ασκήσεις μνήμης –αλλά όχι νοσταλγίας, τονίζω– ανασύρουν πρόσωπα και περιστατικά, πολλές φορές ασήμαντα, και προσπαθούν να τα φωτίσουν.
Λέτε: «Από τη ζωή ενός ανθρώπου». Δεν ξέρω ακριβώς πότε ο άνθρωπος αυτός είναι τρίτος και πότε ο εαυτός μου. Συχνά επιλέγω τριτοπρόσωπη αφήγηση για να μιλήσω για μένα, και άλλοτε πρωτοπρόσωπη για κάποιον άλλο (ίσως γιατί θα θελα να είμαι κάποιος άλλος). 
Γενικώς οι ήρωές μου, ακόμα κι όταν είναι επινοημένοι, είναι φορείς δικών μου συναισθημάτων.

Συνήθως, ποια είναι η αφορμή για να αποσπάσετε ένα στιγμιότυπο από την καθημερινότητά σας και να το εντάξετε σε κάποιο σας βιβλίο;
Εδώ μου θυμίζετε μιαν άλλη ικανότητα που πρέπει να διαθέτει ο συγγραφέας: την ικανότητα να παρατηρεί, να συλλαμβάνει και να αποκωδικοποιεί περιστατικά που στον απλό άνθρωπο περνούν απαρατήρητα.
Πολλά διηγήματά μου –στο Δωμάτιο παντού, κυρίως– εκκινούν από συστηματική παρατήρηση της ζωής.

Γράφετε επίσης ποίηση, πεζά, χρονογραφήματα, δοκίμια, γαστρονομικά κείμενα και κείμενα για παιδιά, εκτός των άλλων. Τι είναι αυτό που συνδέει όλα τα γραπτά σας;
Ακόμα κι αν δεν φαίνεται σε πρώτο επίπεδο, όλα τα βιβλία μου είναι προσχηματικά ως προς την επιγραφή τους.
Έγραψα για τη γαστρονομία, όχι για να μιλήσω για το φαγητό, αλλά για την πνευματικότητα και την κοινωνικότητα της τροφής, και, βέβαια, τη μνήμη που κινητοποιεί.
Η πνευματικότητα, η αισθητική απόλαυση και η μνήμη, πάλι, εμφιλοχωρούν και στα μουσικά μου δοκίμια (αλλά και στις ραδιοφωνικές μου εκπομπές).
Όσο για τα παιδικά μου ποιήματα, είναι επίσης προσχηματικά. Πρόθεσή μου ήταν να παίξω με τους ρυθμούς και, κυρίως, τη ρίμα – και, βέβαια, καμία «ενήλικη» ποίηση δεν θα μπορούσε να στεγάσει την αυθάδεια των στιχουργημάτων μου.

Εκτός από καταξιωμένος συγγραφέας είστε και συστηματικός αναγνώστης ποίησης. Πώς αξιολογείτε το επίπεδο των ποιητικών συλλογών που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια;

Η αλήθεια είναι πως, αρχίζοντας από την εφηβεία μου, η ποίηση αποτελεί την πιο συστηματική αναγνωστική μου συνήθεια. Αλλά, τα τελευταία χρόνια, χάρη στην ωραία ιδέα και την ανάθεση του Ντίνου Σιώτη και της Κοινωνίας των δεκάτων, αναλάβαμε ο Κώστας Παπαγεωργίου κι εγώ να ανθολογήσουμε τα Ποιήματα του 2006 και του 2007.
Μια γοητευτική πράγματι περιπέτεια: διαβάσαμε όλες τις ποιητικές συλλογές που είχαν κυκλοφορήσει τότε, καθώς και όλα τα ποιήματα που είχαν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτό μου έδωσε μια πλήρη εικόνα για την ποίηση και τους ποιητές σήμερα στην Ελλάδα.
Πιστεύω πως, με τη νέα χιλιετία, ζούμε σε μια πολύ δημιουργική και πληθωρική φάση για την ποίησή μας. Το δηλώνουν, άλλωστε, και τα τέσσερα εξειδικευμένα περιοδικά για την ποίηση, φαινόμενο άξιον επισημάνσεως. Το επιβεβαιώνει, επίσης, η αειθαλής δημιουργικότητα της γενιάς του ’70 (πολλοί σημαντικοί εκπρόσωποι έδωσαν λαμπρά δείγματα τα τελευταία χρόνια), η κατακτημένη ωριμότητα της γενιάς του ’80 και της γενιάς του ’90, με εξαιρετικές παρουσίες και, βεβαίως, η νέα ποιητική γενιά που διαμορφώνει ταχύτατα το δικό της πρόσωπο. Υπάρχουν πολλές και αξιόλογες νέες φωνές – ανάμεσα σ’ αυτές, και αρκετές σημαντικές γυναικείες.
Δεν είναι τυχαίο πως την ίδια ακριβώς μέρα έλαβα τη μαγική συλλογή Τέσσερις εποχές του Κώστα Μαυρουδή και την πολύ αξιόλογη Μαύρη Μωραλίνα της Ευτυχίας Παναγιώτου.
Το ταχυδρομείο έπαιξε εν προκειμένω συμβολικό ρόλο, μια και πέτυχε την αρμονική σύζευξη των ποιητικών γενεών για την οποία έκανα λόγο.
Πάντως, θα ήθελα να προσθέσω πως ο ποιητής που με έχει ιδιαιτέρως εντυπωσιάσει από τη νέα γενιά, είναι ο Γιάννης Στίγκας.

Για να επιστρέψουμε στα κείμενα του Καθρέφτη. Αν σας ζητούσα να μου ξεχωρίζατε ένα, το πιο αντιπροσωπευτικό, για να το δείξετε σε κάποιον που δεν έχει διαβάσει τίποτα δικό σας, ποιο θα ήταν αυτό;
Ως πιο αντιπροσωπευτικό θα επέλεγα την «Επάνοδο», μια αυθαίρετη, συναισθηματική και, βέβαια, αντιεπιστημονική εκδοχή του Εμφυλίου. Αν, όμως, με ρωτούσατε ποιο αγαπώ περισσότερο, θα ανέφερα τους «Εσπερινούς αντικατοπτρισμούς» και το τελευταίο, πολυσέλιδο διήγημα «Creator spiritus».

Κείμενα, μικρά σε έκταση τα περισσότερα. Πόση δουλειά και επεξεργασία κρύβεται πίσω από το καθένα;

Δεν ξέρω αν υπάρχει πολλή δουλειά πίσω απ’ το κείμενο· σίγουρα, όμως, υπάρχει πριν απ’ το κείμενο. Συνήθως η αναλυτική δομή, ακόμα και αυτούσιες φράσεις του κειμένου, υπάρχουν «προκατασκευασμένες» στο μυαλό μου όταν κάθομαι να γράψω. Όσο δε κι αν φαίνεται παράξενο, δεν ξαναδουλεύω πολύ τα κείμενά μου. Κι αν συχνά παιδεύομαι, δεν με βασανίζει η σελίδα, αλλά μία λέξη.

Γράφετε εύκολα κ. Ευσταθιάδη;
Δεν ξέρω. Κάποτε κάτι ζόρικο βγαίνει πολύ εύκολα και άλλοτε κάτι φαινομενικά απλό με παιδεύει πολύ. Για να θυμηθώ κάποιους μεγάλους σεφ, τα πιο δύσκολα πιάτα είναι τα απλά, γιατί εκεί δεν υπάρχουν τεχνάσματα που ψιμυθιώνουν. Έτσι κάπως φαίνεται πως γίνεται και με τη γραφή.

Τι είναι αυτό που σας κινεί κάθε πρωί να γράψετε;

Το πρωί, το μόνο που με κινεί είναι άφθονος και καυτός καφές, αλλά απλώς για να ξυπνήσω. Δεν γράφω ποτέ πρωί. Γράφω μόνο βράδυ, ίσως γιατί έχω ανάγκη από τη λάμπα του ψυχαναλυτή εαυτού μου.
Και ασφαλώς δεν γράφω κάθε βράδυ – θα ήταν πόζα να το ισχυριστώ. Αλλά κάθε φορά που κάθομαι και πιάνω το στυλό –ακόμα κι αν ήξερα τον υπολογιστή, δεν θα το χρησιμοποιούσα για γράψιμο–, παραλλάσσω γόνιμα τη φράση των Ρωμαίων και εμπνέομαι από το carpe noctem!

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Google Art Project: Το Google ανοίγει τις πόρτες μεγάλων μουσείων

Με χίλια διάσημα έργα τέχνης σε εντυπωσιακή λεπτομέρεια εστίασης που φτάνουν στις πινελιές του ζωγράφου ξεκινά την διαδικτυακή περιήγηση σε μεγάλα μουσεία το Google, στη γραμμή εκκίνησης του Google Art Project.

Επιπλέον, τo Google αξιοποίησε την τεχνολογία για την πλοήγηση στο εσωτερικό κλειστών χώρων (εσωτερικό StreetView) και δημιούργησε διαδικτυακές ξεναγήσεις στα συνεργαζόμενα μουσεία από τις ΗΠΑ, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Δημοκρατία της Τσεχίας, την Ολλανδία και τη Ρωσία.

Φυσικά, οι φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης παραμένουν πνευματική ιδιοκτησία των μουσείων και ακόμα και στην εικονική περιήγηση του Google κάποια σημεία πάνω στα έργα είναι εσκεμμένα θολά, μετά από απαίτηση των μουσείων.

Ενδιαφέρον έχει η δυνατότητα δημιουργίας προσωπικής γκάλερι με επιλεγμένα έργα που, στην εποχή της διαδικτυακής κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί κανείς να μοιραστεί με «φίλους και οικογένεια» (συμπεριλαμβανομένων facebook, twitter). Ο χρήστης μπορεί επίσης να αποθηκεύσει

Το περιεχόμενο είναι πολύ καλά οργανωμένο ανά μουσείο και ανά καλλιτέχνη και συμπληρώνεται φυσικά από την ελεύθερη αναζήτηση. Εξαιρετικό είναι ότι μπορεί κανείς να μάθει λεπτομέρειες για τα έργα και τους ζωγράφους, να ακούσει ηχογραφημένα σχόλια και να δει παράλληλα βίντεο από το YouTube που παράγουν τα μουσεία για τα έργα των συλλογών τους.

Το Art Project σε αριθμούς

  • 11 Πόλεις, 9 χώρες
  • 17 Μουσεία
  • 17 έργα gigapixel
  • 385 αίθουσες έκθεσης
  • 486 καλλιτέχνες
  • 1061 εικόνες έργων τέχνης υψηλής ανάλυσης
  • Περισσότερα από 6.,000 Street View ‘panoramas’
Το εύρος των έργων τέχνης που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα της Google είναι τεράστιο και περιλαμβάνει έργα από τη Γέννηση της Αφροδίτης του Botticelli  έως και το  No Woman, No Cry του Chris Ofili, τα μεταϊμπρεσιονιστικά έργα βυζαντινής εικονογραφίας του Cezanne, τις οροφές των Βερσαλλιών, ναούς της αρχαίας Αιγύπτου, τη συλλογή  Whistlers αλλά και έργα του Rembrandt ανά την υφήλιο.
 
Έργα με τη χρήση Gigapixel για κάθε μουσείο

Kάθε ένα από τα 17 συνεργαζόμενα μουσεία, επέλεξαν ένα έργο για να φωτογραφηθεί σε εξαιρετική λεπτομέρεια με τη χρήση τεχνολογίας φωτογραφίας super high resolution ή «gigapixel». Κάθε τέτοια εικόνα περιέχει περίπου 7 δισεκατομμύρια pixel, επιτρέποντας στον θεατή να μελετήσει τις λεπτομέρειες της πινελιάς αλλά και την πατίνα πέρα από τις δυνατότητες του γυμνού οφθαλμού. Λεπτομέρειες που είναι δύσκολο να δει κανείς όπως το μικροσκοπικό χαρτί με τους λατινικού στίχους στο έργο του Hans Holbein του Νεότερου The Merchant Georg Gisze ή οι άνθρωποι πίσω από το δέντρο στο έργο του Ivanov The Apparition of Christ to the People.

Επιπλέον, τα μουσεία παρείχαν φωτογραφίες για μία συλλογή η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 έργα τέχνης. Η ανάλυση αυτών των εικόνων, σε συνδυασμό με ένα ειδικά κατασκευασμένο zoom viewer, επιτρέπει στους λάτρεις των έργων τέχνης να ανακαλύψουν μικροσκοπικές πτυχές των έργων τις οποίες μπορεί να μην είχαν ποτέ δει από κοντά, όπως τους ανθρώπους στον ποταμό στο έργο του El Greco View of Toledo ή τις μεμονωμένες κουκίδες στο Grandcamp, Evening του Seurat.

Εργα με λεπτομέρεια 7 δισεκατομμύρια pixel

  • Alte Nationalgalerie   In the Conservatory, Edouard Manet (1878-1879)
  • Freer Gallery of Art, Smithsonian   The Princess from the Land of Porcelain, James McNeill Whistler (1863-1865)
  • The Frick Collection   St Francis in the Desert, Giovanni Bellini (started around 1480)
  • Gemäldegalerie   The Merchant Georg Gisze, Hans Holbein the Younger (1497 - 1562)
  • Museum Kampa   The Cathedral, František Kupka (1912-1913)
  • The Metropolitan Museum of Art   The Harvesters, Pieter Bruegel the Elder (1565)
  • MoMA, The Museum of Modern Art   The Starry Night, Vincent van Gogh (1889)
  • Museo Reina Sofia   The Bottle of Anís del Mono, Juan Gris (1914)
  • Museo Thyssen - Bornemisza   Young Knight in a Landscape, Vittore Capaccio (1510)
  • National Gallery   The Ambassadors, Hans the Younger Holbein (1533)
  • Palace of Versailles   Marie-Antoinette de Lorraine-Habsbourg, Queen of France, and her children, Louise Elisabeth Vigée-Lebrun (1787)
  • Rijksmuseum   Night Watch, Rembrandt Harmensz. van Rijn (1642)
  • The State Hermitage Museum   Return of the Prodigal Son, Rembrandt Harmensz van Rijn (1663-1665)
  • State Tretyakov Gallery   The Apparition of Christ to the People (The Apparition of the Messiah), Aleksander Ivanov (1837-1857)
  • Tate     No Woman, No Cry, Chris Ofili (1998)
  • Uffizi Gallery   The Birth of Venus, Sandro Botticelli (1483-1485)
  • Van Gogh Museum   The Bedroom, Vincent van Gogh (1888)
Μουσεία που συμμετέχουν στο Google Art Project
  • Alte Nationalgalerie, Βερολίνο, Γερμανία
  • Freer Gallery of Art, Smithsonian, Ουάσινγκτον DC, Η.Π.Α.
  • The Frick Collection, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α
  • Gemäldegalerie, Βερολίνο, Γερμανία
  • The Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α
  • MoMA, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α
  • Μουσείο Reina Sofia, Μαδρίτη, Ισπανία
  • Μουσείο Thyssen - Bornemisza, Μαδρίτη, Ισπανία
  • Μουσείο Kampa, Πράγα, Τσεχία
  • National Gallery, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
  • Βερσαλλίες, Γαλλία
  • Rijksmuseum, Άμστερνταμ, Ολλανδία
  • Μουσείο Ερμιτάζ, Αγ. Πετρούπολη, Ρωσία
  • State Tretyakov Gallery, Μόσχα, Ρωσία
  • Tate, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
  • Uffizi, Φλωρεντία, Ιταλία
  • Μουσείο Van Gogh, Άμστερνταμ, Ολλανδία
πηγή: http://tech.in.gr/

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

"ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ"

Να σ’ αντικρίσω, ξαφνικά ψυχή μου, το ‘θελα, μα πάλι το σκοτάδι βλέπω και σωπαίνω...
Ο Μάρκος έκλεισε το ραδιόφωνο και αποφάσισε να κοιμηθεί. Είχε από ώρα ξαπλώσει. Ήξερε ότι είχε τόσα να κάνει την επομένη. Αρκούσε ένα βραχνιασμένο τηλεφώνημα στο γραφείο ώστε να φέρει εις πέρας τις δουλειές του. «Κομμάτια να γίνει», σκέφτηκε. «Εξάλλου αν είναι να κολλάω τώρα, τι έκατσα κι έφτιαξα τη λίστα;». Έριξε μια γρήγορη ματιά στο χαρτί δίπλα του. Σχεδόν το είχε γεμίσει με παυλίτσες που δίπλα κάτι έγραφαν. Πολλές εκκρεμότητες, άλλες σημαντικές και άλλες ασήμαντες. Στιγμιαία, το βλέμμα του κόλλησε στην τελευταία σειρά. – ΔΩΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΑ. Ήταν η μοναδική σημείωση γραμμένη με κεφαλαία. Η Έλενα…
Έσβησε το πορτατίφ του κομοδίνου και ξάπλωσε. Χαλάρωσε και άφησε τη σκέψη του στην αγαπημένη του. Την Έλενα όπως τη θυμόταν τότε. Όπως ήθελε εκείνος να τη θυμάται. Πριν το ατύχημα. Σε δύο μέρες είχε τη γιορτή της. Πάντοτε γκρίνιαζε εκείνη τη μέρα˙ για το τηλέφωνό που χτυπούσε ασταμάτητα, για τα πανομοιότυπα μηνύματα, για τις τυπικές ευχές. Ο Μάρκος είχε να το λέει για την κοινωνικότητά της, που τόσο όμως έδειχνε να την ενοχλεί. Η ίδια προτιμούσε τα γενέθλια. Τα θεωρούσε ξεχωριστή γιορτή, εφόσον για να τα θυμάται κανείς πρέπει να το θέλει.
Ό,τι κι αν έλεγε όμως εκείνη, όσο κι αν ψευτογκρίνιαζε με κάτι τέτοια, η αλήθεια ήταν άλλη. Η Έλενα ήταν η ψυχή της παρέας. Ο Μάρκος ποτέ δεν έλεγε πολλά. Πάντα ήταν λιγομίλητος, σκεφτικός. Εκείνη πάντα μιλούσε πριν απ’ αυτόν γι’ αυτόν. Ο ίδιος ποτέ δεν άνοιγε συζητήσεις επειδή πολύ απλά το έκανε αυτή για λογαριασμό του.
Αναλογιζόμενος την ακατάπαυστη αλλά γλυκιά αυτή φλυαρία της χαμογέλασε. Μα αμέσως σκέφτηκε την ημέρα του ατυχήματος. Καλοκαίρι, Αύγουστος μήνας. Δύο, τρεις μέρες τους έμεναν για τις διακοπές τους. «Τί λες; Πάμε στην παραλία;» είχε προτείνει εκείνος. Η Έλενα ήταν διστακτική στην αρχή. Το χαμόγελο του Μάρκου όμως ήταν καταλυτικό. Την έπεισε.
Στη διαδρομή ως την παραλία επικρατούσε μία ανεξήγητη σιωπή. «Είδα ένα περίεργο όνειρο χθες», έσπασε τη βουβαμάρα η Έλενα ως συνήθως. «Σχετικά με το γάμο. Ήμουν, λέει, στην εκκλησία, ντυμένη νύφη και σε περίμενα να έρθεις. Και φορούσα ένα πορφυρό, φουντωτό νυφικό. Το κόκκινο στα όνειρα συμβολίζει το γρήγορο, σωστά;».
Και έπειτα, σκόρπιες σκέψεις. Εκείνος στην παραλία, να τον έχει πάρει ο ύπνος κάτω από τη μεγάλη ομπρέλα τους. Το μόνο που θυμάται ήταν ένας άντρας με κόκκινα ρούχα (ίσως να ήταν και ο ναυαγοσώστης μα πού μυαλό για τέτοιους συνειρμούς;), να έχει στα χέρια του την Έλενα και να προσπαθεί να τη συνεφέρει. Και μετά στο νοσοκομείο εκείνη με σωληνάκια, και έξω από το θάλαμο της εντατικής, μια μαύρη φιγούρα, εκείνος, αποσβολωμένος, να κάθεται όρθιος και να την κοιτάζει του χωρίς να μπορεί να πει τίποτα. «Μόνιμη εγκεφαλική βλάβη λόγω εισροής νερού στους πνεύμονες», είχε πει ο γιατρός.
Τις σκέψεις του διέκοψε ένας έντονος πονόδοντος που τον ταλάνιζε τον τελευταίο καιρό.
Γυρίζοντας πλευρό στην προσπάθεια του να απαλλαχθεί από τις ενοχλητικές σουβλιές, αναλογίστηκε τί θα μπορούσε να είχε κάνει. Μήπως είχε τη δυνατότητα να τη σώσει; Δύσκολο, ήταν ήδη αργά όταν ξύπνησε εκείνος. Μήπως δεν έπρεπε να κοιμηθεί; Αδύνατον, η ζέστη τον είχε αποβλακώσει. Μήπως δεν ήταν καλή ιδέα να πάνε για μπάνιο; Αστείο! Που να φανταζόταν πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο! Μήπως να πίστευε τις προκαταλήψεις της αγαπημένης του; Μα τί σκεφτόταν πάλι...
Τύψεις.
Η αλήθεια είναι πως οι σκέψεις αυτές ήταν τόσο συχνές, όσο και το είδωλό του στον καθρέφτη κάθε πρωί που έπλενε τα δόντια του. Κοίταξε το ηλεκτρονικό ρολόι του. 2:00 το πρωί. Έπρεπε να κοιμηθεί.
Η επόμενη ημέρα πέρασε γρήγορα, κυρίως λόγω της αναζήτησης του για το δώρο της Έλενας. Κατέληξε σε ένα όμορφο, ανοιξιάτικο πλεκτό που θυμόταν πως της άρεσε.
Το βράδυ αντιμετώπισε το ίδιο πάνω-κάτω σκηνικό. Πονόδοντος και Έλενα. Το μοναδικό διαφορετικό ήταν κάποια παραπάνω τηλέφωνα που δέχτηκε από φίλους. Αναλογίστηκε πως από το ατύχημα και μετά είχε αρχίσει να αλλάζει η κοινωνική ζωή του. Το απρόσμενα ενδιαφέρον ήταν μάλιστα πως σιγά-σιγά είχε πάρει το ρόλο του στην παρέα. Ρόλο ηγετικό, που ποτέ παλιότερα δεν είχε. Αν και δούλευε πολύ περισσότερο απ’ ότι πριν το ατύχημα είχε αρχίσει να δέχεται πολλές προσκλήσεις από φίλους του για ποτό ή βόλτα ή σινεμά. Ξεχάστηκε λίγο με αυτές τις σκέψεις.
Και ξαφνικά πλημμύρισε πάλι από τύψεις. Το πρωί έπρεπε να πάει να την δει. Υπολόγισε την ώρα ώστε να φτάσει στο Ίδρυμα (ποτέ δεν του άρεσε αυτή η λέξη) λίγο μετά τις 10:00 που ξεκινούσε το επισκεπτήριο.
Με το που ανάρρωσε η Έλενα ξεκίνησε τις απόπειρες αυτοκτονίας. «Μετατραυματική κατάθλιψη», το χαρακτήρισαν οι γιατροί. Το Ψυχιατρικό Ίδρυμα ήταν η μόνη λύση για να γίνεται σωστή παρακολούθηση, για τον πρώτο χρόνο τουλάχιστον.
Ίσως καταλάβαινε και η ίδια την κατάστασή της και δεν το άντεχε. Μάλλον αυτό ήταν. Σίγουρα… Η Έλενα πάντα ήταν πολύ υπερήφανη. Ποτέ δεν ήθελε να εξαρτάται από κανένα.
Ο Μάρκος θυμήθηκε εκείνη τη φορά που παραιτήθηκε από τη δουλειά της λόγω ευθιξίας. Επειδή δεν ήθελε να ζητήσει από κανένα γνωστό οικονομική βοήθεια, πήρε δάνειο. Τότε της είχε κάνει μεγάλη φασαρία. Μέρες ολόκληρες της κράταγε μούτρα. Ίσως έφταιγε και εκείνη η ατάκα, «Σα γυναικούλα κάνεις», του είχε πει. Όμως αυτή ήταν η αλήθεια και ο Μάρκος το παραδεχόταν. «Πάντα η Έλενα ήταν πιο δυνατή από ’μένα» σκέφτηκε. Και μετά ξανά στο μυαλό του το ατύχημα. Και εκείνη με σωληνάκια στην εντατική.
Ο πονόδοντος είχε αρχίσει να τον ενοχλεί πραγματικά. Προσπάθησε να κοιμηθεί γρήγορα, για να ξεφύγει από τις ανυπόφορες σουβλιές και τις ακόμη πιο ανυπόφορες σκέψεις.
Με το που άκουσε το ξυπνητήρι σηκώθηκε κατευθείαν από το κρεβάτι. Ετοιμάστηκε σχεδόν μηχανικά. Κοντοστάθηκε στο νιπτήρα. Κοιτάχτηκε σαν να μην αναγνώριζε τον εαυτό του Ήπιε ένα καφέ στα γρήγορα και ξεκίνησε με το δώρο του ακουμπισμένο στο κάθισμα του συνοδηγού.
Ήταν η πρώτη φορά μετά το ατύχημα που θα έβλεπε την Έλενα. Κοντά ένα μήνα. Η δουλειά του στην εφημερίδα δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια ώστε να προλαβαίνει το επισκεπτήριο, ούτε καν τα Σαββατοκύριακα.
«Οι εξελίξεις στο χώρο είναι ραγδαίες. Θέλουμε έναν ρεπόρτερ σαν και ’σένα για να βγάζει το φίδι από την τρύπα», του είχε πει ο συντάκτης του. Ούτε καν «καλό ρεπόρτερ», απλά έναν «για να βγάζει το φίδι από την τρύπα». Σκέφτηκε ότι δε μετάνιωσε καθόλου εν τέλει για τη χθεσινή κοπάνα του από το γραφείο. Μα πώς θα της εξηγούσε αυτή τη “στροφή στην καριέρα του”; Σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να της πει για το στρίμωγμα που έτρωγε από το αφεντικό του, εξάλλου αυτά λίγο την ενδιέφεραν τώρα. Από την άλλη δεν ήθελε να νομίζει ότι έχει αρχίσει να την ξεχνάει σιγά-σιγά. Ή μήπως αυτό συνέβαινε; Σίγουρα είχε τη δυνατότητα να δουλεύει λιγότερο, πώς το κατάφερνε αυτό εξάλλου όταν η Έλενα ήταν καλά; Η δουλειά στην πραγματικότητα τον έκανε να ξεχνάει και να ξεχνιέται. Ούτε Έλενα, ούτε τύψεις. Σωτήριο από όλες τις απόψεις.
Ωστόσο η Έλενα γιόρταζε και έπρεπε να κάνει ότι ήταν δυνατό για να της φτιάξει τη διάθεση. Και εκεί που ήταν, ποιος θα βρισκόταν να της ευχηθεί για τη γιορτή της; Μάλλον κανείς, οπότε ήθελε να είναι ο πρώτος που θα την επισκεπτόταν. (Μα αυτό δεν ήθελε πάντα εκείνη; Ένας λόγος παραπάνω λοιπόν για να τη βρει ευδιάθετη).
Πάρκαρε το αυτοκίνητο βιαστικά, άρπαξε το δώρο και κατευθύνθηκε προς το προαύλιο. Είδε με την άκρη του ματιού του μία φιγούρα σαν την Έλενα, πιο αποστεωμένη όμως και ακίνητη σαν άγαλμα, να κάθεται σε ένα παγκάκι. Πλησίασε πολύ μέχρι να σιγουρευτεί ότι ήταν εκείνη. Για μια στιγμή σκέφτηκε την Έλενα πριν το ατύχημα, έπειτα κοίταξε εκείνη που από λεπτό σε λεπτό θα της έτεινε το χέρι για να την αγκαλιάσει και νόμισε ότι ήταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Μια πανέμορφη κοπέλα από τη μία και η σκιά της από την άλλη. Έδιωξε βιαστικά τις σκέψεις του όσο πλησίαζε προς τη δεύτερη.
“Χρόνια πολλά και ότι επιθυμείς, να χαίρεσαι τη γιορτή σου”, της είπε καθώς την αγκάλιαζε. Τυπική ευχή, τυπική αγκαλιά, ίσως και τυπική αγάπη, μα πού μυαλό για τέτοιους συνειρμούς.
Αυτή που έμοιαζε με την Έλενα δεν αποκρίθηκε. Μόνο γύρισε το βλέμμα της και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Η επιφυλακτικότητα είναι στενός συνεργάτης της σιωπής.
«Αυτό είναι για ’σένα» είπε δίνοντάς της την τσάντα με το μεγάλο φιόγκο. Η Έλενα την πήρε χωρίς να την ανοίξει. Ο Μάρκος για μια στιγμή πάγωσε. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.. Πήρε πάλι πίσω τη σακούλα, έβγαλε τη μπλούζα από μέσα και της την έδωσε.
- Πώς σου φαίνεται;
- Δεν ξέρω... Δε θα ‘πρεπε να είναι κόκκινη... Όχι αυτό το χρώμα...
Σκέφτηκε πως έπρεπε γρήγορα να αλλάξει θέμα. Με την άκρη του ματιού του είδε ακουμπισμένο δίπλα της το αγαπημένο της βιβλίο.
- Βλέπω ξεκίνησες να διαβάζεις πάλι;
- Ναι.
- Μα γιατί πάλι αυτό το βιβλίο; Αφού το έχεις διαβάσει ήδη αρκετές φορές.
- Έχω τους λόγους μου.
Η υποτυπώδης συζήτηση έκανε την ώρα να περνάει βασανιστικά αργά, λες και κάθε λεπτό είχε τριπλασιάσει τη διάρκειά του. Μετά από λίγο ο Μάρκος δεν άντεξε. Αποφάσισε να φύγει. Αποχαιρέτησε την Έλενα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και όταν την πρωταντίκρυσε, της έδωσε μία ακόμη τυπική ευχή και απομακρύνθηκε βλέποντας την να υπογραμμίζει κάτι πάνω στο βιβλίο.
Η περιέργειά του τον έκανε να πισωγυρίσει, για ένα τελευταίο φιλί δήθεν, για μια κλεφτή ματιά στην πραγματικότητα. Σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής δε μπορούσε να θυμηθεί αν το έδωσε τελικά αυτό το φιλί. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν οι λίγες υπογραμμισμένες λεξούλες στο βιβλίο:
Η απουσία είναι ένα είδος μικρού θανάτου...

MDIM - 12/2007

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

H διαθήκη μου - Μιχάλης Κατσαρός

Μιχάλη Κατσαρού
Η διαθήκη μου
Αντισταθείτε 
     σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι 
     και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι
στο σπίτι
     και λέει: Δόξα σοι ο Θεός
Αντισταθείτε 

στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών 
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί - εξαγωγαί 
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο 
σ’ εμένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε 

σ’ αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
      ατέλειωτες τις παρελάσεις
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε

στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε 

πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι 
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν 

σ’ εμένα ακόμα που σας ιστορώ. 

Αντισταθείτε πάλι
σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι 

σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή 
      δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα 
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους. 
Αντισταθείτε
στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων 

στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία 
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
 
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους 

στους θεατές
στον άνεμο

σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς 
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σ’ εμένα, σ’ εμένα ακόμα που σας ιστορώ
      αντισταθείτε. 


Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία. 

Υστερόγραφο
Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
—καθώς διαβάστηκε—
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν —
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
      ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Κι εσύ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σού τάζουν. 
Κατά Σαδδουκαίων, 1953
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ποίημα Η διαθήκη μου δημοσιεύτηκε, με λογοκριμένους τους γκρίζους εδώ στίχους του, στην προοδευτική εφημερίδα της Αθήνας Δημοκρατικός Τύπος (8.10.1950). Ο ποιητής απάντησε ενοχλημένος στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας με το Υστερόγραφο.-

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Ανακαλύφθηκαν αριθμοί και γράμματα στα μάτια της Mona Lisa

Ανακαλύφθηκαν αριθμοί και γράμματα στα μάτια της Mona Lisa.

Μια νέα ανακάλυψη έκαναν οι συντηρητές του πίνακα του Leonardo Da Vinci ,Mona Lisa όπου ανακάλυψαν γράμματα και αριθμούς καλά κρυμμένους στα μάτια της.
Βρίσκονται στην κόρα των ματιών της και έχουν ήδη διακρίνει τα γράμματα L και V. Η ανακάλυψη έγινε τώρα με την χρήση μικροσκοπίου και αποκάλυψε ένα ακόμα κρυφό μυστικό του Da Vinci.
O Silvano Vinceti πρόεδρος του Ιταλικού National Committee for Cultural Heritage, που εξέτασε τον πίνακα ανέφερε ότι «με γυμνό μάτι δεν μπορεί να δει κανένας τα νέα ευρήματα αλλά σίγουρα μπορεί να διακρίνει έστω και κάτι ακόμα και με μεγεθυντικό φακό.»Επίσης τόνισε ότι « στο δεξί μάτι φαίνονται καθαρά τα γράμματα L και V τα οποία πιστεύουμε ότι αναφέρονται στο όνομα του δημιουργού ενώ στο αριστερό υπάρχουν διάφορα σύμβολα τα οποία ακόμα δεν έχουμε ξεκάθαρες απαντήσεις τι μπορεί να σημαίνουν. Υπάρχoυν ένα B , ένα CE, ο αριθμός 72 ,κάτι που μοιάζει με L και ο αριθμός 2. »
«Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο πίνακας είναι 500 ετών και δεν μπορεί να είναι ξεκάθαρο μετά από τόσα χρόνια τι είχε πρωτογραφτεί επάνω. Το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για λάθος τους καλλιτέχνη αλλα ότι έβαλε τα σημάδια εκεί για κάποιον δικό του λόγο.»

http://www.7news.gr/

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

tromaktiko: Ποιος σκότωσε τον Καραβάτζιο;

tromaktiko: Ποιος σκότωσε τον Καραβάτζιο;: "Μύθοι, θρύλοι και σενάρια για το τέλος του μεγάλου ζωγράφου Κατά πόσο μπορεί η εκταφή των οστών που βρέθηκαν σε μια κρύπτη της Τοσκάνης να....."

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

ΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

Χθες το βράδυ είδα ένα όνειρο. Ένα όνειρο τόσο ζωντανό, που μπορούσα να μυρίσω, να αγγίξω, να γευτώ.
Λένε πως κάθε μέρα βλέπουμε δεκάδες όνειρα στον ύπνο μας. Γιατί όμως το πρωί θυμόμαστε μόνο κανα-δυο απο αυτά; Ποιός είναι αυτός που επιλέγει τι θα θυμόμαστε το επόμενο πρωί; Το μυαλό μας, η ψυχή μας, η μοίρα; Ναι, αυτή είναι, η μοίρα, δε μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Αλλά πάλι, ποιός μπορεί να εξηγήσει τα όνειρα; Όσους ονειροκρίτες και αν άνοιξα, με όσες μακρινές «θείες» από το χωριό κι αν μίλησα, κάθε ένας έδινε και μία διαφορετική ερμηνεία.
Ίσως εσύ μπορέσεις να μου πεις την αλήθεια:
Ήμουν σε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και οδηγούσα. Ήθελα να σε δω, να σε αγγίξω, να σε νιώσω. Ξεκίνησα από την Αθήνα και διέσχισα όλο το δρόμο ως την Αλεξανδρούπολη σχεδόν πετώντας για να σε βρώ. Οδηγούσα ώρες αμέτρητες, που έμοιαζαν λεπτά, δευτερόλεπτα, επειδή ήξερα ότι κάποια στιγμή θα σε αντίκρυζα. Και όσο πιο πολύ πλησίαζα, τόσο περισσότερο μάκραινε ο δρόμος...Μα δε με ένοιαζε ούτε η νύχτα που είχε αρχίσε να απλώνεται, ούτε η βροχή που έπεφτε. Ερχόμουν σε ’σένα, αυτό μόνο με ένοιαζε.
Τρεις μήνες είχα να σε δω.Τρεις μήνες σε σκεφτόμουν συνέχεια. Στη δουλειά, στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, όταν έκανα τσιγάρο, όταν έπεφτα να κοιμηθώ. Τρεις μήνες είχες να με δεις και με έπαιρνες τηλέφωνο συνέχεια, από τη δουλειά, από το σπίτι, από το αυτοκίνητο, όταν έκανες τσιγάρο, όταν έπεφτες να κοιμηθείς. Κάθε μέρα συζητούσαμε τι θα κάναμε όταν συναντιόμασταν, πως θα ρουφούσαμε κάθε λεπτό μας μαζί.
Δεν ήθελα τίποτα άλλο, παρά μόνο να σε αντικρύσω. Και τότε θα έπεφτα με τόση μανία στην αγκαλιά σου! Δεν ξέρω τί θα έκανα...Θα σε φιλούσα μέχρι να μη μπορώ να αναπνεύσω, ή θα σε χτυπούσα λυσσωδώς που κατάφερες τόσο καιρό να μείνεις μακρυά μου;
Και τα χιλιόμετρα έμεναν πίσω μου, και η μορφή σου έμενε μπροστά μου...
Ένα αχνό κόκκινο φως φάνηκε στο κοντέρ. Βενζίνη. Στα όνειρα πολλές φορές κάνεις πράγματα καθημερινά, συνηθισμένα, ίσως για να καταλάβεις ότι αυτά που συμβαίνουν δεν απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα.
Στο βάθος διακρίνω ένα βενζινάδικο με μπλε φώτα. Μπλε, το αγαπημένο σου χρώμα. «Όλη μου η ζωή θέλω να έχει το γαλάζιο του ουρανού, όλες μου οι χαρές το σμαραγδένιο χρώμα της θάλασσας και όλες μου οι λύπες το ανταριασμένο μπλε της τρικυμμίας», μου είχες πει. Και ευχόμουν να μπορούσα να γίνω ο ήλιος που θα φώτιζε τη ζωή σου, η άμμος που θα τόνιζε την ηρεμία σου, ο άνεμος που θα αγρίευε τη μανία σου.
Σταματάω για να βάλω βενζίνη. Τί περίεργο...Όλος ο τόπος μυρίζει το άρωμά σου! Μια σκοτεινή φιγούρα βγαίνει από έναν ακόμα πιο σκοτεινό θάλαμο. Πλησιάζει το αυτοκίνητο και βάζει τη μάνικα. Και το άρωμά σου γίνεται εντονότερο. Όπως εκείνα τα πρωινά, λίγο πριν φύγεις για τη δουλειά, που αρωμάτιζες ολόκληρο το σπίτι με την κολώνιά σου και έπειτα πλησίαζες στο κρεβάτι που ήμουν ξαπλωμένη και μου ΄λεγες «Δε βάζω άρωμα πάνω μου, αλλά στο χώρο που θα κινείσαι για να με νιώθεις κοντά σου».
Χαζεύω τους μετρητές στην αντλία. Ο ένας σταματάει στο «94». Έπειτα ο δεύτερος, «214». Ψάχνω σε ένα ντουλαπάκι και βρίσκω 2 χρυσά κέρματα. Απλώνω το χέρι από τη μεριά του συνοδηγού και περιμένω τον άντρα να τα πάρει. Δε θέλω να έρθει από τη μεριά μου, σκιάζομαι και μόνο στην ιδέα, χωρίς να ξέρω το γιατί. Δίνω τα βαλάντια και φεύγω γρήγορα. Το άρωμά σου έχει μείνει στο αυτοκίνητο και η προσμονή να σε ανταμώσω γίνεται όλο και δυνατότερη. Πολλές φορές, το βίωμα αυτής της γλυκιάς λαχτάρας λίγο πριν τη συνάντηση με τον άλλο είναι καλύτερο από το ίδιο το αντάμωμα. Αλλά η δική μου η λαχτάρα νομίζω πως δεν αντέχεται πια, αλήθεια, δεν παλεύεται!
Και τα χιλιόμετρα έμεναν πίσω μου, και η μορφή σου έμενε μπροστά μου... Περνάω τη Θεσαλλονίκη, έχει πια βραδιάσει για τα καλά και κάθε φως που βλέπω στον ορίζοντα εύχομαι να είναι το φως του δωματίου σου, κάθε δεντράκι που αχνοφαίνεται στο βάθος του δρόμου εύχομαι να είναι το φούλι που έχεις στο μπαλκόνι σου. Το θυμάσαι αυτό το φούλι; Μια φορά που είχαμε τσακωθεί είχα πιάσει τη γλάστρα και στην είχα πετάξει! Έγινε κομμάτια τότε, μόνο ένα μικρό κλαδάκι δε διαλύθηκε από την πτώση. Και αργότερα, την ώρα της γλυκειάς συμφιλίωσης, καθίσαμε μαζί και το ξαναφυτέψαμε, αυτό το τόσο δα κλαδάκι, και ορκιστήκαμε να το προστατεύσουμε από τότε και στο εξής να γίνει μεγάλο, και να θεριέψει όπως και η αγάπη μας. Και έτσι έγινε. Και όταν ήρθε η ώρα να φύγεις σου έδωσα τη γλάστρα λέγοντάς σου πως πρέπει να το φροντίζεις σα να είμαι εγώ αυτό το δεντράκι, με τα μικρά, λευκά και ευωδιαστά άνθη.
Η ώρα περνάει... Η απόσταση μικραίνει...όπου να ’ναι θα είμαι κοντά σου αγαπημένε μου... Ακούω την καρδιά μου, κοντεύει να σπάσει και να βγει απ’ τα σωθικά μου! Μπαίνω στην Αλεξανδρούπολη. Είμαι λίγη ώρα μακρυά σου! Νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν, σκέφτομαι τις πρώτες λέξεις που θα σου πω μόλις σε δω και έπειτα τις ακυρώνω πάλι στο μυαλό μου, σκεφτόμενη πως δεν είναι οι σωστές, πως ό,τι κι αν πω θα είναι λίγο για να σου εξηγήσω το πόσο πολύ μου έλειψες, το πως νιώθω τώρα που σε συναντώ!
Φτάνω στη γειτονιά σου. Ξεφνικά το μεγάλο αυτοκίνητο αρχίζει να μικραίνει. Νιώθω να ασφυκτιώ και το μόνο που θέλω είναι να πεταχτώ έξω από αυτό και να χωθώ στην αγκαλιά σου! Φτάνω έξω από το σπίτι σου. Θεέ μου, δώσε μου δύναμη να χτυπήσω το κουδούνι και να ανέβω τα σκαλιά! Κοιτάζω το μπαλκόνι σου. Από το δωμάτιο βλέπω πίσω από τις κουρτίνες να ξεχύνεται ένα μπλε φως. Είσαι μέσα, σχεδόν μπορώ να σε αγγίξω! Βλέπω το φούλι μας. Έχει γίνει τόσο μεγάλο που σχεδόν καλύπτει το μπαλκόνι και είναι γεμάτο άνθη. Όλη η γειτονιά μυρίζει, όλη η γειτονιά ξέρει τη λατρεία που έχουμε ο ένας για τον άλλο, όλη η πόλη νιώθω να καρδιοχτυπά σιμά μου, όλος ο κόσμος!
Χτυπάω το κουδούνι και το ξαναχτυπάω με μανία, τώρα θέλω να σε δω και δε θα αφήσω καμία πόρτα να μας χωρίσει!
Μέσα στον ύπνο μου ακούω το κουδούνι...Ξυπνάω...Δεν είναι το κουδούνι αλλά το τηλέφωνο, λάθος νόμισα. Μακάρι να ’σαι εσύ αγάπη μου! Μακάρι! Και η ευχή πραγματοποιείται, και ακούω τη φωνή σου στην άλλη άκρη της γραμμής: «Μου έλειψες, δε θέλω να είμαι άλλο μακρυά σου... δεν το αντέχω... Ξεκινάω για να έρθω Αθήνα... Σου φέρνω μαζί και μερικά λουλούδια από το φούλι μας. Να δεις πώς έχει γίνει! Πελώριο! Όλη η γειτονιά μυρίζει! Περίμενέ με το βράδυ. Σ’ αγαπώ!». «Σ’ αγαπώ». Μόνο αυτό σου είπα, μόνο αυτό κατάφερα. Ούτε για το όνειρο, ούτε για το φούλι, ούτε τίποτα. «Σ’ αγαπώ». Αυτό αρκεί. Όλα τα άλλα θα στα πω απο κοντά, και είναι τόσα πολλά! Και να που τα όνειρα πραγματοποιούνται! Και να που θα σε συναντήσω λατρεμένε μου!
Και η ώρα περνάει βασανιστικά. Και η καρδία μου πάει να σπάσει πιότερο απ’ ότι στο όνειρο! Και τα πόδια μου τρέμουν, και η ώρα της προσμονής γίνεται μαρτύριο όσο λιγοστεύουν τα χιλιόμετρα. Πιάνω τον εαυτό μου στη δουλειά να μετράει τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα που μας χωρίζουν. Κοιτάζω το ρολόι στον τοίχο και η ματιά μου κολλάει εκεί. Πλησιάζει η ώρα! Και νιώθω πως μπορώ να μυρίσω το άρωμά σου και πάλι, και νιώθω πως μπορώ να δω τη μορφή σου να φτάνει στα σκαλιά μου. Γυρνάω σπίτι και σε νιώθω παντού. Και ας μην ήρθες καν ακόμη. Νιώθω τόσο κατάκοπη! Σχεδόν αποκαμωμένη, όχι από τη δουλειά, αλλά από την προσμονή να έρθεις κοντά μου.
Με παίρνει για λίγο ο ύπνος. Ακούω το κουδούνι. Ήρθες! Συνειδητοποιώ πως είναι το τηλέφωνο για ακόμα μία φορά. Κοιτάζω το ρολόι. Η ώρα έχει πάει 01:00. Θα έπρεπε να έχεις έρθει. Μα πού είσαι; Τι σε κρατάει μακρυά μου;
Σηκώνω το τηλέφωνο βιαστικά. Είναι η μητέρα σου. Το μόνο που καταφέρνω να καταλάβω μέσα από τους λυγμούς είναι πως είχες ένα ατύχημα με τη μηχανή καθώς ερχόσουν, γύρω στις 21:40. Στο 94ο χιλιόμετρο... Και δεν έμεινε τίποτα, παρα μόνο μερικά άνθη από φούλι, διασκορπισμένα στο δρόμο.

MDIM - 04/2007